ορνιός

ορνιός
ο см. ορνια

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ορνιός" в других словарях:

  • όρνιος — ὄρνιος, ον (Α) (ποιητ. τ.) ορνίθειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρνι τού ὄρνις + κατάλ. ος (πρβλ. ὀρνίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ὄρνιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορνιός — ο 1. αγριοσυκιά, ορνιά 2. αγριόσυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐρινεός «αγριοσυκιά» με τροπή τού αρκτικού ε σε ο υπό τη φωνητική επίδραση τού ρ , σίγηση τού ενδοσυμφωνικού ι και συνίζηση τού ε ] …   Dictionary of Greek

  • ορνιάζω — [ορνιός] γονιμοποιώ τα σύκα ήμερης συκιάς κρεμώντας στα κλαδιά της ορνιούς …   Dictionary of Greek

  • ὀρνίου — ὄρνιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρνια — ὄρνιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνία — ὀρνίᾱ , ὄρνιος fem nom/voc/acc dual ὀρνίᾱ , ὄρνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνίας — ὀρνίᾱς , ὄρνιος fem acc pl ὀρνίᾱς , ὄρνιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγριόσυκο — το ο καρπός τής αγριοσυκιάς (κν. ορνιός) …   Dictionary of Greek

  • αλύθι — το λύθι, άγουρο ή άγριο σύκο ορνιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθεματικό + λύθι] …   Dictionary of Greek

  • όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»